εκτονώνω

εκτονώνω
και εκτονώ (-όω) (Μ ἐκτονῶ)
καθιστώ κάτι χαλαρό, άτονο, χαλαρώνω, ξεσφίγγω, ξετεντώνω, ξελασκάρω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • εκτονώνω — εκτονώνω, εκτόνωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκτονώνω — εκτόνωσα, εκτονώθηκα, εκτονωμένος, μτβ., ξετεντώνω, ξελασκάρω, χαλαρώνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εκτόνωση — Η αύξηση του όγκου ενός αερίου, που οφείλεται στην αύξηση της θερμοκρασίας του ή στη μείωση της πίεσής του. Το έργο W που παράγει ένα αέριο στο περιβάλλον του, όταν εκτονώνεται, είναι:W =pdV, όπου p η πίεση που επιφέρεται πάνω ή από το αέριο και …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”